Загал грецькою
Переклад: загал, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κοινότητα, ωκεανός, ραμφίζω, στρατός, γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως
Інші мови
Споріднені слова: загал
загал 2005, хоёр загал, загал значення, загал словник, 2 загал, загал мовний словник грецька, загал грецькою
Переклади
- загадково грецькою - απειλητικά, σκοτεινά, σκούρα, darkly, σκούρου
- загадковість грецькою - μαγεία, μυστικισμό, μυστήριο, αίγλη, μύθος
- загалом грецькою - γενικά, εντελώς, σε γενικές γραμμές, σε γενικές, εν γένει, γενικότερα
- загальмувати грецькою - τροχοπεδώ, φρένο, φρενάρω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, ...
Випадкові слова
Загал грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κοινότητα, ωκεανός, ραμφίζω, στρατός, γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως
Переклади: κοινότητα, ωκεανός, ραμφίζω, στρατός, γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως