Загальна грецькою
Переклад: загальна, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ολικός, χαρακτηριστικός, σύνολο, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: загальна
загальна сповідь, загальна характеристика конституції україни, загальна дегенерація, загальна система оподаткування, загальна мобілізація, загальна мовний словник грецька, загальна грецькою
Переклади
- загалом грецькою - γενικά, εντελώς, σε γενικές γραμμές, σε γενικές, εν γένει, γενικότερα
- загальмувати грецькою - τροχοπεδώ, φρένο, φρενάρω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, ...
- загальне грецькою - χαρακτηριστικός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- загальний грецькою - συνολικός, γενικός, σύνολο, ποδιά, ολικός, χαρακτηριστικός, παγκόσμιος, ...
Випадкові слова
Загальна грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ολικός, χαρακτηριστικός, σύνολο, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Переклади: ολικός, χαρακτηριστικός, σύνολο, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό