Зайвий грецькою
Переклад: зайвий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπερβολικός, περισσεύω, περισσευούμενος, μονός, περιττός, χαρίζω, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: зайвий
зайвий багаж, зайвий рух, зайвий вантаж, зайвий живіт, зайвий елемент у складі правовідносин, зайвий мовний словник грецька, зайвий грецькою
Переклади
- зазіхання грецькою - ενσταλάζω, παράβαση, παραβίαση, παραβάσεως, παράβασης, επί παραβάσει
- зазіхнути грецькою - καταπατούν, σφετερισμό, σφετερίζονται, εισβάλει, θίξει
- зайвина грецькою - ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχείλιση, υπερχειλίσεως, την υπερχείλιση
- зайдиголова грецькою - ονειροπόλος, ονειροπόλο, ονειροπόλου, ονειρευόμενος, ονειρευτή
Випадкові слова
Зайвий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπερβολικός, περισσεύω, περισσευούμενος, μονός, περιττός, χαρίζω, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Переклади: υπερβολικός, περισσεύω, περισσευούμενος, μονός, περιττός, χαρίζω, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού