Закріплювати грецькою
Переклад: закріплювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διαβεβαιώνω, φτιάχνω, επιβεβαιώνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Інші мови
Споріднені слова: закріплювати
закріплювати мовний словник грецька, закріплювати грецькою
Переклади
- закріплений грецькою - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
- закріплення грецькою - για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
- закріпляти грецькою - φτιάχνω, ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν
- закулісний грецькою - παρασκήνια, στα παρασκήνια, παρασκήνιο, backstage, παρασκηνίων
Випадкові слова
Закріплювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διαβεβαιώνω, φτιάχνω, επιβεβαιώνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Переклади: διαβεβαιώνω, φτιάχνω, επιβεβαιώνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει