Замінюваний грецькою

Переклад: замінюваний, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
να αντικατασταθούν, μπορούν να αντικατασταθούν, αντικαταστάσιμες, αντικαταστάσιμο
Замінюваний грецькою
Інші мови

Споріднені слова: замінюваний

замінюваний мовний словник грецька, замінюваний грецькою

Переклади

  • замінити грецькою - υποκαθιστώ, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, ...
  • замінник грецькою - αναπληρωτής, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατου, παρένθετης
  • замінювати грецькою - αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
  • заміняти грецькою - αναπληρωματικός, εκτοπίζω, αναπληρώνω, υποκαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, ...
Випадкові слова
Замінюваний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: να αντικατασταθούν, μπορούν να αντικατασταθούν, αντικαταστάσιμες, αντικαταστάσιμο