Запечатувати грецькою
Переклад: запечатувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: запечатувати
запечатувати мовний словник грецька, запечатувати грецькою
Переклади
- заперечувати грецькою - ένσταση, ορμή, απορρίπτω, αποκηρύσσω, τύψη, αποποιούμαι, αντικείμενο, ...
- запечатування грецькою - σφράγιση, σφράγισης, στεγανοποίησης, στεγανοποίηση, σφραγίσεως
- запилення грецькою - γονιμοποίηση, επικονίαση, επικονίασης, την επικονίαση, της επικονίασης
- запилювати грецькою - γονιμοποιώ άνθος, γονιμοποιούν, επικονιάζουν, την επικονίαση, επικονίαση των
Випадкові слова
Запечатувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Переклади: τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης