Запилювати грецькою
Переклад: запилювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γονιμοποιώ άνθος, γονιμοποιούν, επικονιάζουν, την επικονίαση, επικονίαση των
Інші мови
Споріднені слова: запилювати
запилювати мовний словник грецька, запилювати грецькою
Переклади
- запечатувати грецькою - τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, ...
- запилення грецькою - γονιμοποίηση, επικονίαση, επικονίασης, την επικονίαση, της επικονίασης
- запинатися грецькою - σταματώ, zapynatysya
- запирання грецькою - αργός, αργά, αποθανών, στερέωση, όψιμος, κλείσιμο, κλεισίματος, ...
Випадкові слова
Запилювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γονιμοποιώ άνθος, γονιμοποιούν, επικονιάζουν, την επικονίαση, επικονίαση των
Переклади: γονιμοποιώ άνθος, γονιμοποιούν, επικονιάζουν, την επικονίαση, επικονίαση των