Заражати грецькою
Переклад: заражати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μόλυνση, μολύνω, λοίμωξη, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Інші мови
Споріднені слова: заражати
заражати мовний словник грецька, заражати грецькою
Переклади
- запій грецькою - τη συνεχή κατανάλωση, συνεχή κατανάλωση
- зарадити грецькою - βοήθεια, βοήθημα, επικουρία, βοηθώ, διορθώσει, επανορθώσει, να διορθώσει, ...
- зараження грецькою - κολλητικός, μόλυνση, λοίμωξη, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
- зараз грецькою - εξιλεώνομαι, τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
Випадкові слова
Заражати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μόλυνση, μολύνω, λοίμωξη, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Переклади: μόλυνση, μολύνω, λοίμωξη, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν