Зараховувати грецькою
Переклад: зараховувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, μαζεύω, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουμε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: зараховувати
зараховувати мовний словник грецька, зараховувати грецькою
Переклади
- заразливість грецькою - κολλητικός, μολυσματικότητα, μεταδοτικότητας, τη μολυσματικότητα, μολυσματικότητά, μολυσματικότητά του
- заразний грецькою - κολλητικός, μεταδοτικός, μεταδοτική, μεταδοτικών, μεταδοτικής, μεταδοτικές
- зарахування грецькою - ασυνάρτητος, εγγραφή, εγγραφής, την εγγραφή, εγγραφών, εγγραφές
- зареєстрований грецькою - εγγεγραμμένος, νηολογημένα, καταχωρηθεί, καταχωριστεί, εγγραφεί
Випадкові слова
Зараховувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, μαζεύω, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουμε
Переклади: εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, μαζεύω, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουμε