Заступати грецькою
Переклад: заступати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: заступати
заступати на посаду, заступати мовний словник грецька, заступати грецькою
Переклади
- застуда грецькою - καταψύχω, ανατριχίλα, ρίγος, παγερός, κρύο, κρύα, ψυχρό, ...
- застукати грецькою - πιάνω, αρπάζω, σφραγίδα, γραμματόσημο, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
- заступитися грецькою - ανακόπτω, τέμνω, να σταθεί, για να σταθεί, να σταθούν, σε ηρεμία, να παραμείνει
- заступник грецькою - εναλλάσσω, αναπληρώνω, αναπληρωματικός, υποκαθιστώ, προστάτης, θαμώνας, αναπληρωτής, ...
Випадкові слова
Заступати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν
Переклади: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, εμποδίζει, παρακωλύουν, εμποδίσουν