Засіб грецькою
Переклад: засіб, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενδιάμεσος, μεσαίος, μανεκέν, τεχνική, μεσίτης, υπηρεσία, πράκτορας, μηχανή, θυμάμαι, πρακτορείο, μακέτα, παράγων, μοντέλο, λεωφόρος, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: засіб
засіб праці, засіб перегляду фотографій windows, засіб навчання, засіб для миття посуду, засіб від печії, засіб мовний словник грецька, засіб грецькою
Переклади
- засуха грецькою - ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
- засушливий грецькою - ξήρανση, ξήρανσης, ξηράνσεως, στέγνωμα, την ξήρανση
- засівання грецькою - σπορά, σποράς, τη σπορά, η σπορά, για σπορά
- засівати грецькою - ενσπείρω, σπέρνω, χοιρομητέρα, χοιρομητέρας, γουρούνα, χοιρομητέρων, θηλυκός χοίρος
Випадкові слова
Засіб грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενδιάμεσος, μεσαίος, μανεκέν, τεχνική, μεσίτης, υπηρεσία, πράκτορας, μηχανή, θυμάμαι, πρακτορείο, μακέτα, παράγων, μοντέλο, λεωφόρος, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Переклади: ενδιάμεσος, μεσαίος, μανεκέν, τεχνική, μεσίτης, υπηρεσία, πράκτορας, μηχανή, θυμάμαι, πρακτορείο, μακέτα, παράγων, μοντέλο, λεωφόρος, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια