Затискати грецькою
Переклад: затискати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κράτημα, δεσμεύω, δένω, συσφίγγω, βιβλιοδετώ, πιάνω, σφίγγω, πεδικλώνω, λαβή, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ενισχύσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: затискати
затискати мовний словник грецька, затискати грецькою
Переклади
- затирати грецькою - κράτημα, λαβή, πιάνω, εξαλείφω, σβήσω, efface, σβήσε, ...
- затиск грецькою - συνδετήρας, γκρίνια, συλλαμβάνω, κουρεύω, πιάνω, γκρινιάζω, πόρπη, ...
- затискач грецькою - ψαλιδίζω, κουρεύω, πόρπη, συνδετήρας, κλιπ, clip, συνδετήρα, ...
- затискувати грецькою - σφίγγω, συσφίγγω, συνδετήρας, κλιπ, clip, συνδετήρα, σφιγκτήρα
Випадкові слова
Затискати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κράτημα, δεσμεύω, δένω, συσφίγγω, βιβλιοδετώ, πιάνω, σφίγγω, πεδικλώνω, λαβή, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ενισχύσει
Переклади: κράτημα, δεσμεύω, δένω, συσφίγγω, βιβλιοδετώ, πιάνω, σφίγγω, πεδικλώνω, λαβή, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ενισχύσει