Збовтувати грецькою
Переклад: збовтувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
Інші мови
Споріднені слова: збовтувати
збовтувати мовний словник грецька, збовтувати грецькою
Переклади
- збитковий грецькою - επιζήμιος, αδικοπραξία, αδικοπραξίες, εξ αδικοπραξίας, αδικοπραξίας, αδικοπρακτική
- збиток грецькою - μειονέκτημα, ζημιά, βλάπτω, βλάβη, απώλεια, απώλειας, ζημία, ...
- збори грецькою - συμφιλιώνω, ξανασμίγω, εκκλησίασμα, σύγκληση, ομήγυρη, συνέλευση, συμφιλιώνομαι, ...
- зборка грецькою - χώνω, συνέλευση, ομήγυρη, πιέτα, πτύσσω, πτυχή, συγκρότημα, ...
Випадкові слова
Збовтувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
Переклади: ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν