Збочувати грецькою
Переклад: збочувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποφεύγω, μπαίνω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, στραβοτιμονιά, παρεκκλίνει, ολισθαίνει, στρίψετε, ελιγμούς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: збочувати
збочувати з дороги, збочувати мовний словник грецька, збочувати грецькою
Переклади
- збором грецькою - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
- збочення грецькою - παρέκκλιση, απόκλιση, φάλτσο, παρέκβαση, αναχώρηση, λοξοδρομώ, παρεκτροπή, ...
- зброю грецькою - εξοπλισμός, Όπλα, όπλων, οπλισμού, οπλισμό, τα όπλα
- зброя грецькою - μπράτσο, φορώ, εξοπλισμός, όπλο, όπλα, χέρι, όπλου, ...
Випадкові слова
Збочувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποφεύγω, μπαίνω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, στραβοτιμονιά, παρεκκλίνει, ολισθαίνει, στρίψετε, ελιγμούς
Переклади: αποφεύγω, μπαίνω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, στραβοτιμονιά, παρεκκλίνει, ολισθαίνει, στρίψετε, ελιγμούς