Збуджувати грецькою
Переклад: збуджувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συγκίνηση, διεγείρω, ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: збуджувати
збуджувати чоловіка, збуджувати хлопця, як збуджувати, збуджувати мовний словник грецька, збуджувати грецькою
Переклади
- збуджено грецькою - αναστατωμένα, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, πάθος, ενθουσιασμένη
- збуджуваність грецькою - διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
- збудити грецькою - συγκίνηση, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
- збудливий грецькою - φουσκώνω, εξογκώνω, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
Випадкові слова
Збуджувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συγκίνηση, διεγείρω, ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Переклади: συγκίνηση, διεγείρω, ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν