Звичайний грецькою
Переклад: звичайний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γενικός, φυσιολογικός, κανονικός, στρατηγός, συνήθης, κοινός, συμβατικός, συνηθισμένος, τακτικότητα, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: звичайний
звичайний день львів'янина, звичайний день бандерівця, звичайний сикоз, звичайний дріб, звичайний комар, звичайний мовний словник грецька, звичайний грецькою
Переклади
- звитяжний грецькою - νικηφόρος, θριαμβευτικός, νικηφόρα, νικηφόρο, νικήτρια, νικηφόρες
- звичай грецькою - μανεκέν, συνήθεια, σύμβαση, συνέλευση, μοντέλο, συνθήκη, παρουσιαστικό, ...
- звичайно грецькою - τελείως, συνήθως, βεβαίως, κοινώς, απολύτως, ασφαλώς, φυσικά, ...
- звичайність грецькою - συνηθισμένου, εκλαΐκευση
Випадкові слова
Звичайний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γενικός, φυσιολογικός, κανονικός, στρατηγός, συνήθης, κοινός, συμβατικός, συνηθισμένος, τακτικότητα, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Переклади: γενικός, φυσιολογικός, κανονικός, στρατηγός, συνήθης, κοινός, συμβατικός, συνηθισμένος, τακτικότητα, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη