Згущати грецькою
Переклад: згущати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εξατμίζομαι, πήζω, πυκνώνω, δένω, βράζω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: згущати
згущати фарби, згущати мовний словник грецька, згущати грецькою
Переклади
- згусток грецькою - βώλος, θρόμβος, θρόμβου, θρόμβο, θρόμβων, πήξη
- згустіться грецькою - πήζω, zhustitsya
- згущений грецькою - συνοπτικές, συμπυκνωμένο, συμπυκνωμένη, συνοπτικών, συμπυκνωμένου
- згущення грецькою - συγκέντρωση, συμπύκνωση, συμπύκνωσης, συμπυκνώσεως, η συμπύκνωση, τη συμπύκνωση
Випадкові слова
Згущати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εξατμίζομαι, πήζω, πυκνώνω, δένω, βράζω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Переклади: εξατμίζομαι, πήζω, πυκνώνω, δένω, βράζω, συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει