Змовник грецькою
Переклад: змовник, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: змовник
змовник мовний словник грецька, змовник грецькою
Переклади
- зменшуватися грецькою - υπουργός, μείωση, ιερέας, μπαϊράκι, ερημώνω, λάβαρο, σημαία, ...
- змова грецькою - συνωμοσία, συμπαιγνία, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
- змову грецькою - συνωμοσία, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
- змовчати грецькою - μουσκεύω, εμποτίζω, παραμένουν σιωπηλοί, παραμείνει σιωπηλός, παραμείνει σιωπηλή, παραμείνει σιωπηλό, παραμείνουμε σιωπηλοί
Випадкові слова
Змовник грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης
Переклади: συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης