Змучити грецькою
Переклад: змучити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κούραση, κόπωση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Інші мови
Споріднені слова: змучити
змучити мовний словник грецька, змучити грецькою
Переклади
- змусити грецькою - εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- змучений грецькою - καταβεβλημένος, εξαντλημένος, εξαντληθεί, εξαντλήσει, εξαντληθούν, εξάντληση
- змушений грецькою - αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
- змушування грецькою - επιβολή, παρόρμηση, εξαναγκασμός, εφαρμογή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, ...
Випадкові слова
Змучити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κούραση, κόπωση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Переклади: κούραση, κόπωση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης