Зрощувати грецькою
Переклад: зрощувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μαντήλι, ράτσα, κασκόλ, αναπαράγω, γεννοβολώ, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: зрощувати
зрощувати мовний словник грецька, зрощувати грецькою
Переклади
- зрошувати грецькою - επιδαψιλεύω, ντους, ποτίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
- зрощування грецькою - επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- зруб грецькою - πλαισίωση, διάρθρωση, πλαισίου, πλαίσιο, πλαίσια
- зруйнований грецькою - ερειπωμένο, καταστράφηκε, ερειπωμένη, καταστραφεί, κατέστρεψε
Випадкові слова
Зрощувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μαντήλι, ράτσα, κασκόλ, αναπαράγω, γεννοβολώ, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
Переклади: μαντήλι, ράτσα, κασκόλ, αναπαράγω, γεννοβολώ, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται