Капіталізувати грецькою
Переклад: капіталізувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κεφαλαιοποιώ, κεφαλαιοποιήσει, κεφαλαιοποιήσουν, κεφαλαιοποιεί, επωφεληθούμε, αξιοποιήσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: капіталізувати
капіталізувати це, капіталізувати мовний словник грецька, капіталізувати грецькою
Переклади
- капіталізація грецькою - κεφαλαιοποίηση, κεφαλοποίηση, κεφαλαιοποίησης, χρηματιστηριακή, την κεφαλαιοποίηση
- капіталізм грецькою - καπιταλισμός, καπιταλισμού, καπιταλισμό, τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός
- капіталіст грецькою - καπιταλιστής, κεφαλαιοκράτης, καπιταλιστική, καπιταλιστικής, καπιταλιστικό
- капітан грецькою - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
Випадкові слова
Капіталізувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κεφαλαιοποιώ, κεφαλαιοποιήσει, κεφαλαιοποιήσουν, κεφαλαιοποιεί, επωφεληθούμε, αξιοποιήσει
Переклади: κεφαλαιοποιώ, κεφαλαιοποιήσει, κεφαλαιοποιήσουν, κεφαλαιοποιεί, επωφεληθούμε, αξιοποιήσει