Каструвати грецькою
Переклад: каструвати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραποιώ, τροποποιώ, αλλάζω, μετατρέπω, μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα
Інші мови
Споріднені слова: каструвати
каструвати кота львів, каструвати собаку, каструвати кота чи ні, каструвати кота, каструвати мовний словник грецька, каструвати грецькою
Переклади
- кастрація грецькою - ευνουχισμός, ευνουχισμό, ευνουχισμού, τον ευνουχισμό, ο ευνουχισμός
- кастрований грецькою - ουδέτερος, ουδέτερο, το ουδέτερο, στείρωσης, επιτέλους στειρώστε
- каструйте грецькою - ευνουχισμένο, ευνουχισμένοι, ευνουχισμένα, ευνουχίζεται, ευνουχιστεί
- каструля грецькою - τηγάνι, ταψί, κατσαρόλα, πανοραμική λήψη, παν
Випадкові слова
Каструвати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραποιώ, τροποποιώ, αλλάζω, μετατρέπω, μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα
Переклади: παραποιώ, τροποποιώ, αλλάζω, μετατρέπω, μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα