Кваліфікує грецькою
Переклад: кваліфікує, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προκρίνομαι, πληροί τις προϋποθέσεις, πιστοποιείται, χαρακτηρίζεται ENERGY STAR, χαρακτηρίζεται ENERGY, συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: кваліфікує
кваліфікує мовний словник грецька, кваліфікує грецькою
Переклади
- кваліфікований грецькою - έντεχνος, ικανός, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
- кваліфікованість грецькою - αποτελεσματικότητα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
- квант грецькою - κβαντική, κβαντικής, κβαντικό, κβαντικές, η κβαντική
- квантор грецькою - ποσοτικοποιητής, quantifier, ποσοδείκτη, ποσοδεικτών, ποσοδείκτης
Випадкові слова
Кваліфікує грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προκρίνομαι, πληροί τις προϋποθέσεις, πιστοποιείται, χαρακτηρίζεται ENERGY STAR, χαρακτηρίζεται ENERGY, συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της
Переклади: προκρίνομαι, πληροί τις προϋποθέσεις, πιστοποιείται, χαρακτηρίζεται ENERGY STAR, χαρακτηρίζεται ENERGY, συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της