Кермувати грецькою
Переклад: кермувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εγχειρίζω, διοικώ, λειτουργώ, χορηγώ, απονέμω, εφαρμόζω, κατευθύνουν, κατευθύνει, αποστασιοποιηθεί, καθοδήγηση, να κατευθύνουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: кермувати
кермувати мовний словник грецька, кермувати грецькою
Переклади
- кермо грецькою - πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, τιμονιού, του τιμονιού, στο τιμόνι, το τιμόνι
- кермовий грецькою - πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, συστήματος διεύθυνσης
- кермуйте грецькою - kermuyte
- керований грецькою - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
Випадкові слова
Кермувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εγχειρίζω, διοικώ, λειτουργώ, χορηγώ, απονέμω, εφαρμόζω, κατευθύνουν, κατευθύνει, αποστασιοποιηθεί, καθοδήγηση, να κατευθύνουν
Переклади: εγχειρίζω, διοικώ, λειτουργώ, χορηγώ, απονέμω, εφαρμόζω, κατευθύνουν, κατευθύνει, αποστασιοποιηθεί, καθοδήγηση, να κατευθύνουν