Клейкість грецькою
Переклад: клейкість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
Інші мови
Споріднені слова: клейкість
клейкість мовний словник грецька, клейкість грецькою
Переклади
- клей грецькою - κολλώ, κόλλα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
- клейкий грецькою - κολλώδης, κολλητικός, κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
- клеймити грецькою - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
- клеймо грецькою - κόβω, μάρκα, τεμαχίζω, στιγματίζω, τσεκουριά, εγκοπή, σφραγίδα, ...
Випадкові слова
Клейкість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
Переклади: κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος