Клеймити грецькою
Переклад: клеймити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: клеймити
клеймити мовний словник грецька, клеймити грецькою
Переклади
- клейкий грецькою - κολλώδης, κολλητικός, κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
- клейкість грецькою - κολλώδες, κολλητικότητα, κολλώδους, κολλητικότητας, κολλητικότητος
- клеймо грецькою - κόβω, μάρκα, τεμαχίζω, στιγματίζω, τσεκουριά, εγκοπή, σφραγίδα, ...
- клеймувати грецькою - εγκοπή, σφραγίδα, γραμματόσημο, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
Випадкові слова
Клеймити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Переклади: μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος