Компенсація грецькою
Переклад: компенсація, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σεβασμός, σκέψη, συμψηφισμός, αποζημίωση, χαλινάρι, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: компенсація
компенсація за несвоєчасну виплату заробітної плати 2014, компенсація це, компенсація єдиного внеску, компенсація реактивної потужності, компенсація за несвоєчасну виплату заробітної плати, компенсація мовний словник грецька, компенсація грецькою
Переклади
- компенсаторний грецькою - αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικά
- компенсаційний грецькою - αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικού, εξισωτική, εξισωτικής, αντισταθμιστικούς
- компенсувати грецькою - αντισταθμίζω, αναπληρώνω, όφσετ, αντισταθμίζεται, αντισταθμιστεί, αντισταθμίσει, offset
- компетентний грецькою - επαρκής, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Випадкові слова
Компенсація грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σεβασμός, σκέψη, συμψηφισμός, αποζημίωση, χαλινάρι, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
Переклади: σεβασμός, σκέψη, συμψηφισμός, αποζημίωση, χαλινάρι, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως