Компонувати грецькою
Переклад: компонувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συγκροτώ, αποτελώ, συνθέτω, συνθέτουν, συνθέσετε, συνθέσει, απαρτίζουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: компонувати
компонувати мовний словник грецька, компонувати грецькою
Переклади
- композиція грецькою - σύνθεση, σύνθεσης, συνθέσεως, σύνθεση που, σύσταση
- компонент грецькою - συστατικός, εξάρτημα, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου
- компост грецькою - κοπρόχωμα, λίπασμα, κομπόστ, λιπασματοποίησης, κομποστοποίησης
- компостери грецькою - στίζω, κομποστοποίησης, κομποστοποίηση, λιπασματοποίησης, λιπασματοποίηση, της κομποστοποίησης
Випадкові слова
Компонувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συγκροτώ, αποτελώ, συνθέτω, συνθέτουν, συνθέσετε, συνθέσει, απαρτίζουν
Переклади: συγκροτώ, αποτελώ, συνθέτω, συνθέτουν, συνθέσετε, συνθέσει, απαρτίζουν