Компілювати грецькою
Переклад: компілювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Інші мови
Споріднені слова: компілювати
компілювати мовний словник грецька, компілювати грецькою
Переклади
- компроміс грецькою - συμβιβάζω, διακυβεύω, έκθεση, σύνθεση, συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, ...
- компромісний грецькою - διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
- компілятор грецькою - μεταγλωττιστής, συντάκτης, μεταγλωττιστή, compiler, μεταγλώττισης
- компіляція грецькою - συλλογή, σύνταξη, κατάρτιση, κατάρτισης, συγκέντρωση
Випадкові слова
Компілювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Переклади: καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση