Комісаре грецькою
Переклад: комісаре, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραγγελιοδόχος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: комісаре
комісаре мовний словник грецька, комісаре грецькою
Переклади
- комірчина грецькою - λημέρι, καταγώγιο, ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
- комісар грецькою - παραγγελιοδόχος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
- комісаріат грецькою - επιμελητεία, επιμελητείας, Commissariat, Επιτροπάτο, Επιτροπάτου
- комісіонер грецькою - παράγοντας, συντελεστής, μεσάζων, μεσάζοντα, μεσάζοντες, μεσολαβητής, μεσάζοντας
Випадкові слова
Комісаре грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραγγελιοδόχος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο
Переклади: παραγγελιοδόχος, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, τον Επίτροπο