Конгломерація грецькою
Переклад: конгломерація, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συσσώρευση, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, χρηατοοικονοικών οίλων
Інші мови
Споріднені слова: конгломерація
конгломерація в туризмі, конгломерація це, етнічна конгломерація, конгломерація мовний словник грецька, конгломерація грецькою
Переклади
- конвульсії грецькою - σπασμοί, σπασμούς, σπασμών, συσπάσεις, των σπασμών
- конгломерат грецькою - ετερογενών δραστηριοτήτων, ομίλου, ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων
- конгрес грецькою - συνέδριο, Κογκρέσο, συνεδριακό, συνεδρίου, το Κογκρέσο
- конденсатор грецькою - πυκνωτής, πυκνωτή, πυκνωτών, του πυκνωτή, τον πυκνωτή
Випадкові слова
Конгломерація грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συσσώρευση, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, χρηατοοικονοικών οίλων
Переклади: συσσώρευση, συσφαίρωση, συνονθύλευμα, ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, χρηατοοικονοικών οίλων