Конкордат грецькою
Переклад: конкордат, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εκκλησιαστικό σύμφωνο, κονκορδάτο, concordat, Κονκορδάτου, κονκορδάτο που
Інші мови
Споріднені слова: конкордат
конкордат визначення, конкордат 1984, конкордат с гитлером, конкордат 1925, конкордат 1933, конкордат мовний словник грецька, конкордат грецькою
Переклади
- коник грецькою - βάτος, δεντρογέρακας, χόμπι, ενασχόληση, ακρίδα, Grasshopper, ακρίδας, ...
- конклав грецькою - σύσκεψη, κονκλάβιο, σύσκεψη της, κονκλαβίου, κονκλάβιο του
- конкретний грецькою - συγκεκριμένος, μπετόν, μπετό, σκυρόδεμα, ειδικός, ειδικές, ειδικών, ...
- конкретність грецькою - καθορίζω, ορθότητας, συγκεκριμένοι, συγκεκριμενοποίηση, συγκεκριμενοποίησης, συγκεκριμενοποίησης και της συνάφειας
Випадкові слова
Конкордат грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εκκλησιαστικό σύμφωνο, κονκορδάτο, concordat, Κονκορδάτου, κονκορδάτο που
Переклади: εκκλησιαστικό σύμφωνο, κονκορδάτο, concordat, Κονκορδάτου, κονκορδάτο που