Конкретність грецькою
Переклад: конкретність, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καθορίζω, ορθότητας, συγκεκριμένοι, συγκεκριμενοποίηση, συγκεκριμενοποίησης, συγκεκριμενοποίησης και της συνάφειας
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: конкретність
конкретність адміністративного проступку, конкретність істини філософія, конкретність це, конкретність адміністративного правопорушення, конкретність істини це, конкретність мовний словник грецька, конкретність грецькою
Переклади
- конкордат грецькою - εκκλησιαστικό σύμφωνο, κονκορδάτο, concordat, Κονκορδάτου, κονκορδάτο που
- конкретний грецькою - συγκεκριμένος, μπετόν, μπετό, σκυρόδεμα, ειδικός, ειδικές, ειδικών, ...
- конкурент грецькою - διαγωνιζόμενος, αντίπαλος, ανταγωνισμός, αντιζηλία, ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, ...
- конкурентоспроможність грецькою - Ανταγωνιστικότητα, Ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, της ανταγωνιστικότητας, για την ανταγωνιστικότητα
Випадкові слова
Конкретність грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καθορίζω, ορθότητας, συγκεκριμένοι, συγκεκριμενοποίηση, συγκεκριμενοποίησης, συγκεκριμενοποίησης και της συνάφειας
Переклади: καθορίζω, ορθότητας, συγκεκριμένοι, συγκεκριμενοποίηση, συγκεκριμενοποίησης, συγκεκριμενοποίησης και της συνάφειας