Конкурувати грецькою

Переклад: конкурувати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανταγωνισμός, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αντιζηλία, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Конкурувати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: конкурувати

конкурувати синонім, конкурувати мовний словник грецька, конкурувати грецькою

Переклади

  • конкуренція грецькою - ποτάμι, διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
  • конкурс грецькою - αντιπαράθεση, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
  • коновод грецькою - κόκορας, πετεινός, πρωτεργάτη, επικεφαλής, ηγετικό, επί κεφαλής, ηγετικό ρόλο
  • конопать грецькою - CONOP, Εργασίας CONOP
Випадкові слова
Конкурувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανταγωνισμός, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αντιζηλία, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται