Контральто грецькою
Переклад: контральто, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κοντράλτο, contralto, μεσόφωνος, βαθύφωνος, χαμηλοτέρα γυναικεία φωνή
Інші мови
Споріднені слова: контральто
контральто певицы, контральто исполнители, контральто це, контральто сопрано, контральто қазақша, контральто мовний словник грецька, контральто грецькою
Переклади
- контрагент грецькою - εργολάβος, ταίρι, σύντροφος, αντισυμβαλλόμενο, αντισυμβαλλομένου, αντισυμβαλλόμενος, αντισυμβαλλόμενου, ...
- контракт грецькою - προσβάλλομαι, συμβόλαιο, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
- контрапункт грецькою - αντίστιξη, αντίστιξης, counterpoint, αντίβαρο, αντιστάθμισμα
- контрасигнація грецькою - προσυπογράφω, παρασύνθημα, προσυπογράψει, να προσυπογράψει, προσυπογράψει την, να προσυπογράψει την
Випадкові слова
Контральто грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κοντράλτο, contralto, μεσόφωνος, βαθύφωνος, χαμηλοτέρα γυναικεία φωνή
Переклади: κοντράλτο, contralto, μεσόφωνος, βαθύφωνος, χαμηλοτέρα γυναικεία φωνή