Контрацептив грецькою

Переклад: контрацептив, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντισυλληπτικός, αντισυλληπτικό, αντισύλληψης, αντισυλληπτικά, αντισυλληπτική
Контрацептив грецькою
Інші мови

Споріднені слова: контрацептив

контрацептив мовний словник грецька, контрацептив грецькою

Переклади

  • контраст грецькою - συγκρίνω, αντιπαραθέτω, ξαλαφρώνω, αντιπολίτευση, αντίθεση, ανακουφίζω, αντίθεσης, ...
  • контрастний грецькою - αντιπαραθέτω, συγκρίνω, αντίθεση, αντιθέσεις, σε αντίθεση, αντίθετες, αντίθεσης
  • контролер грецькою - επιτηρητής, επόπτης, ελεγκτής, ελεγκτή, ελέγχου, υπεύθυνος, ρυθμιστή
  • контроль грецькою - έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Випадкові слова
Контрацептив грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντισυλληπτικός, αντισυλληπτικό, αντισύλληψης, αντισυλληπτικά, αντισυλληπτική