Контур грецькою
Переклад: контур, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σκιαγράφηση, περιφέρεια, διατυπώνω, περίγραμμα, περιγραφή, περιγράμματος, περίληψη, διάρθρωσης
Інші мови
Споріднені слова: контур
контур и силуэт, контур плюс, контур донецк обувь, контур судна, контур заземлення, контур мовний словник грецька, контур грецькою
Переклади
- контрфорс грецькою - αποβάθρα, μόλος, στηρίζω, αντιτείχισμα, τη στήριξη, στήριξη των, τη στήριξη των
- контузія грецькою - εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
- конус грецькою - κώνος, κώνου, κώνο, του κώνου, κωνικό
- конусний грецькою - πριμ, κωνικός, κωνικό, κωνική, κωνικού, κωνικά
Випадкові слова
Контур грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σκιαγράφηση, περιφέρεια, διατυπώνω, περίγραμμα, περιγραφή, περιγράμματος, περίληψη, διάρθρωσης
Переклади: σκιαγράφηση, περιφέρεια, διατυπώνω, περίγραμμα, περιγραφή, περιγράμματος, περίληψη, διάρθρωσης