Конфісковувати грецькою
Переклад: конфісковувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φτωχαίνω, κατάσχω, καταδικάζω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Інші мови
Споріднені слова: конфісковувати
конфісковувати мовний словник грецька, конфісковувати грецькою
Переклади
- конфіденційність грецькою - μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
- конфіскація грецькою - σπασμός, δήμευση, καταδίκη, κατάσχεση, δήμευσης, τη δήμευση, κατάσχεσης
- конфіскувати грецькою - κατάσχω, αποκρύπτω, φτωχαίνω, καταστέλλω, καταπνίγω, δημεύω, καταδικάζω, ...
- концентрат грецькою - συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, ...
Випадкові слова
Конфісковувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φτωχαίνω, κατάσχω, καταδικάζω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Переклади: φτωχαίνω, κατάσχω, καταδικάζω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν