Корисливо грецькою
Переклад: корисливо, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: корисливо
корисливо мовний словник грецька, корисливо грецькою
Переклади
- коридор грецькою - τούνελ, σήραγγα, διάδρομος, διάβαση, κείμενο, διάδρομο, διαδρόμου, ...
- корисливий грецькою - άπληστος, κτητικός, μισθοφόρος, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
- корисний грецькою - ωφέλιμος, διαθέσιμος, επωφελής, ευεργετικός, χρήσιμος, εξυπηρετικός, πλεονεκτικός, ...
- корисно грецькою - χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Випадкові слова
Корисливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι
Переклади: μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι