Крутою грецькою
Переклад: крутою, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κοφτός, απότομος, επίπονος, δραστικός, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: крутою
крутою мовний словник грецька, крутою грецькою
Переклади
- крутитися грецькою - καμπή, στριφογυρίζω, γνέθω, στροφή, στραμπουλίζω, περιστρέφομαι, βίδα, ...
- круто грецькою - απότομα, αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, κοφτά, κατακόρυφα, απότομη, ραγδαία, ...
- крутої грецькою - επίπονος, κοφτός, απότομος, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
- крутій грецькою - απότομος, δραστικός, απόκρημνος, επίπονος, αλήτης, παλιάνθρωπος, προχειροφτιάχνω, ...
Випадкові слова
Крутою грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κοφτός, απότομος, επίπονος, δραστικός, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο
Переклади: κοφτός, απότομος, επίπονος, δραστικός, απόκρημνος, απότομη, απότομες, απότομο