Лайка грецькою
Переклад: лайка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αεράκι, κατσάδα, αύρα, επίπληξη, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Інші мови
Споріднені слова: лайка
лайка купити львів, лайка самоед, лайка собака, лайка цена, лайка маламут, лайка мовний словник грецька, лайка грецькою
Переклади
- лазуровий грецькою - γαλανός, γαλάζιο, γαλάζια, γαλανά, καταγάλανα
- лайдак грецькою - αλήτης, παλιάνθρωπος, προχειροφτιάχνω, τιποτένιος, εκτελώ ατεχνώς
- лайки грецькою - Λαϊκά, Κλασικά Λαϊκά, μουσικής Κλασικά Λαϊκά, Laika, λαικά
- лайливий грецькою - ζωηρός, καταχρηστική, καταχρηστικές, καταχρηστικής, καταχρηστικών, καταχρηστικό
Випадкові слова
Лайка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αεράκι, κατσάδα, αύρα, επίπληξη, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Переклади: αεράκι, κατσάδα, αύρα, επίπληξη, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων