Липкість грецькою
Переклад: липкість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης
Інші мови
Споріднені слова: липкість
липкість друкарської фарби, липкість на орхідеї, липкість фарби, липкість друкарських фарб, липкість грунтів, липкість мовний словник грецька, липкість грецькою
Переклади
- липи грецькою - γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ...
- липкий грецькою - κολλητικός, κολλώδης, κόλλα, επίμονος, ανυποχώρητος, κολλώδη, κολλώδες, ...
- лис грецькою - αλεπού, Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ
- лисий грецькою - γύπας, καραφλός, φαλακρός, σέξι, φαλακρό, Bald, φαλακρά, ...
Випадкові слова
Липкість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης
Переклади: συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης