Ловкий грецькою
Переклад: ловкий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εύχρηστος, μύγα, επιτήδειος, δύσκολος, πονηρός, πρόχειρος, πετώ, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ловкий
ловкий и хитрый обманщик, ловкий плут, ловкий политик 9 букв, ловкий и расторопный удалец, ловкий человек поле чудес, ловкий мовний словник грецька, ловкий грецькою
Переклади
- лобі грецькою - λόμπι, προθάλαμος, αίθουσα, lobby, λόμπι του, του λόμπι
- ловити грецькою - αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- ловчий грецькою - βαδίζων, πλησιάζων, Stalker, κυνηγός, διώκτης
- логарифм грецькою - λογαριθμικός, λογάριθμος, λογάριθμο, λογαρίθμου, λογάριθμο της, λογάριθμου
Випадкові слова
Ловкий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εύχρηστος, μύγα, επιτήδειος, δύσκολος, πονηρός, πρόχειρος, πετώ, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά
Переклади: εύχρηστος, μύγα, επιτήδειος, δύσκολος, πονηρός, πρόχειρος, πετώ, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά