Лійка грецькою
Переклад: лійка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χωνί, φουγάρο, κρατήρας, καραμούζα, ποτιστήρι, ποτιστήρι για να, ποτιστήρι για, ποτιστήρι και, καταβρεχτήρι
Інші мови
Споріднені слова: лійка
лійка для душа, лійка для бензину, лійка це, лійка автомобільна, лійка для душу, лійка мовний словник грецька, лійка грецькою
Переклади
- лізис грецькою - λύσης, λύση, λύσεως, τη λύση, λύση των
- лізти грецькою - ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
- лік грецькою - ανακόπτω, κιμωλία, καρέ, σταματώ, αναχαιτίζω, επούλωση, θεραπεία, ...
- лікар грецькою - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
Випадкові слова
Лійка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χωνί, φουγάρο, κρατήρας, καραμούζα, ποτιστήρι, ποτιστήρι για να, ποτιστήρι για, ποτιστήρι και, καταβρεχτήρι
Переклади: χωνί, φουγάρο, κρατήρας, καραμούζα, ποτιστήρι, ποτιστήρι για να, ποτιστήρι για, ποτιστήρι και, καταβρεχτήρι