Літограф грецькою

Переклад: літограф, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λιθογράφος, χαράκτης και λιθογράφος, λιθογραφείο, και λιθογράφος
Літограф грецькою
Інші мови

Споріднені слова: літограф

літографія це, літограф мовний словник грецька, літограф грецькою

Переклади

  • літній грецькою - καλοκαίρι, θερινός, ενήλικας, ενήλικος, ηλικιωμένος, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ...
  • літо грецькою - θερινός, καλοκαίρι, καλοκαιριού, το καλοκαίρι, του καλοκαιριού, καλοκαιρινές
  • літографія грецькою - λιθογραφία, λιθογραφίας, τη λιθογραφία, λιθογραφικό, λιθογραφικές
  • літографії грецькою - λιθογραφία, λιθογραφίας, τη λιθογραφία, λιθογραφικό, λιθογραφικές
Випадкові слова
Літограф грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λιθογράφος, χαράκτης και λιθογράφος, λιθογραφείο, και λιθογράφος