Малювальник грецькою
Переклад: малювальник, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σχεδιαστής, συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: малювальник
малювальник эмалями, малювальник мовний словник грецька, малювальник грецькою
Переклади
- мальки грецькою - γεννοβολώ, γεννώ, καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, γόνος, φύτρα, ...
- мальовничий грецькою - γραφικός, γραφικό, γραφική, γραφικά, γραφικές
- малювання грецькою - ζωγραφιά, ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφής, βαφή
- малювати грецькою - σκιαγράφηση, διατυπώνω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Випадкові слова
Малювальник грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σχεδιαστής, συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Переклади: σχεδιαστής, συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια