Маслоробня грецькою
Переклад: маслоробня, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γαλακτοκομείο, γαλακτοκομικά, γαλακτοκομικών, γαλακτοπαραγωγής, γαλακτοκομικών προϊόντων
Інші мови
Споріднені слова: маслоробня
маслоробня мовний словник грецька, маслоробня грецькою
Переклади
- масло грецькою - βούτυρο, βουτύρου, το βούτυρο, του βουτύρου, βούτυρο που
- маслоробка грецькою - καρδάρα, ταράζω, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι
- масляний грецькою - λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
- маслянистий грецькою - ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, λιπαρό
Випадкові слова
Маслоробня грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γαλακτοκομείο, γαλακτοκομικά, γαλακτοκομικών, γαλακτοπαραγωγής, γαλακτοκομικών προϊόντων
Переклади: γαλακτοκομείο, γαλακτοκομικά, γαλακτοκομικών, γαλακτοπαραγωγής, γαλακτοκομικών προϊόντων