Маєток грецькою
Переклад: маєток, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, κτήση, περιουσία, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: маєток
маєток яценюка, маєток пашинського, маєток сокільське, маєток тимошенко, маєток ляшка, маєток мовний словник грецька, маєток грецькою
Переклади
- маяки грецькою - φωτισμός, Φάροι, φάρων, φάρους, οι φάροι, των φάρων
- маятник грецькою - ζυγαριά, ισοζύγιο, πλάστιγγα, ισορροπία, εκκρεμές, εκκρεμούς, του εκκρεμούς, ...
- маїс грецькою - μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, αραβόσιτος, αραβοσίτου, αραβόσιτο, τον αραβόσιτο, αραβόσιτου
- меблі грецькою - ραντεβού, έπιπλα, συνάντηση, ορισμός, διορισμός, επίπλων, Καταστήματα Επίπλων, ...
Випадкові слова
Маєток грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, κτήση, περιουσία, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας
Переклади: κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, κτήση, περιουσία, κτήμα, ακινήτων, ακινήτων στη, περιουσίας