Млявий грецькою
Переклад: млявий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
νωχελής, βαρετός, μαχμουρλής, ατονώ, λιποθυμώ, πλαδαρός, νηνεμία, ύφεση, βραδύς, πληκτικός, αδράνεια, αμυδρός, άτονος, μουντός, μουχρός, δυσκίνητος, ναρκωμένος, ηλίθιος, ανόητων, Ντοπάρεται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: млявий
млявий парез, млявий параліч, млявий мовний словник грецька, млявий грецькою
Переклади
- млинець грецькою - τηγανίτα, κρέπα, pancake, τηγανίτες, τηγανίτας
- млосність грецькою - χαύνωση, χαυνότης, ατονία, χαυνότητες, λήθαργο
- млявість грецькою - αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- мнемонічний грецькою - νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, μνημονικός, μνημονική, μνημονικό, μνημονικών, μνημονικά
Випадкові слова
Млявий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: νωχελής, βαρετός, μαχμουρλής, ατονώ, λιποθυμώ, πλαδαρός, νηνεμία, ύφεση, βραδύς, πληκτικός, αδράνεια, αμυδρός, άτονος, μουντός, μουχρός, δυσκίνητος, ναρκωμένος, ηλίθιος, ανόητων, Ντοπάρεται
Переклади: νωχελής, βαρετός, μαχμουρλής, ατονώ, λιποθυμώ, πλαδαρός, νηνεμία, ύφεση, βραδύς, πληκτικός, αδράνεια, αμυδρός, άτονος, μουντός, μουχρός, δυσκίνητος, ναρκωμένος, ηλίθιος, ανόητων, Ντοπάρεται