Моторошний грецькою

Переклад: моторошний, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αλλόκοτος, απόκοσμος, αφύσικος, τρομακτικός, μυστηριώδης, απόκοσμη, τρομακτικές, απόκοσμο, μυστηριώδη
Моторошний грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: моторошний

моторошний перевод, моторошний синоніми, моторошний мовний словник грецька, моторошний грецькою

Переклади

  • моторність грецькою - επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ευκινησία, ευελιξία, την ευκινησία, ευελιξίας, ...
  • моторолер грецькою - βέσπα, σκούτερ, μηχανάκι
  • мотоцикл грецькою - κύκλος, μοτοσυκλέτα, μοτοσικλέτα, μοτοσικλέτας, μοτοσικλετών, της μοτοσικλέτας
  • мотоцикліст грецькою - ποδηλάτης, αυτοκινητιστής, μοτοσυκλετιστής, μοτοσικλετιστή, μοτοσικλετιστής, μοτοσυκλετιστή, μοτοσικλετιστές
Випадкові слова
Моторошний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αλλόκοτος, απόκοσμος, αφύσικος, τρομακτικός, μυστηριώδης, απόκοσμη, τρομακτικές, απόκοσμο, μυστηριώδη